κομψοτεχνικός

κομψοτεχνικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κομψοτέχνη ή στην κομψοτεχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομψοτέχνης ή κομψοτεχνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”